προικίζομαι

προικίζομαι
προικίζομαι, προικίστηκα, προικισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προικοφορούμαι — έομαι, Μ [προικοφόρος] 1. παίρνω ως προίκα, προικίζομαι 2. μτφ. παίρνω κάτι ως δώρο από κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”